Σεξουαλική βία: Πώς μπορούμε να βοηθήσουμε τα θύματα -Τι λέει η υφυπουργός κ. Συρεγγέλα

Δημοσιεύθηκε στις | Τελευταία Ενημέρωση

Οι καταγγελίες που έκανε, για σεξουαλική κακοποίηση, η Ολυμπιονίκης Σοφία Μπεκατώρου στην Ελλάδα, έκαναν κάποιους να μιλούν για το ελληνικό #MeToo, λόγω των όσων ακολούθησαν. Τρία χρόνια έχουν περάσει από τις απανωτές αποκαλύψεις στις ηνωμένες πολιτείες για τις παρενοχλήσεις και σεξουαλικές κακοποιήσεις σε ηθοποιούς και παραγωγούς από τον άλλοτε ισχυρό άνδρα του Xόλιγουντ, Harvey Weinstein που οδήγησαν στη δημιουργία του κινήματος #MeToo.

Το αν η κατάθεση ψυχής της χρυσής Ολυμπιονίκη θα προκαλέσει τσουνάμι αποκαλύψεων είναι κάτι που μένει να το δούμε, ωστόσο, φαίνεται ότι κοινωνία και πολιτεία άρχισαν να αναλογίζονται σοβαρά το πώς πρέπει να αντιμετωπίζονται τα θύματα από τη μία και το πώς να προστατευτούν από την άλλη. Το προσεχές διάστημα αναμένεται να κατατεθεί προς κύρωση στη Βουλή η Σύμβαση 190 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ILO) για την εξάλειψη της βίας και της παρενόχλησης στον κόσμο της εργασίας. «Κανένας εργαζόμενος δεν πρέπει να εργάζεται υπό τον φόβο της βίας και της παρενόχλησης» λέει στο ΑΠΕ η υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, αρμόδια για τη Δημογραφική Πολιτική και την Οικογένεια Μαρία Συρεγγέλα.


Η σεξουαλική κακοποίηση

H σεξουαλική κακοποίηση μπορεί να συμβεί σε διάφορα περιβάλλοντα σύμφωνα με τους ειδικούς, αλλά οι περισσότερες περιπτώσεις συμβαίνουν σε κάποιο περιβάλλον ασφάλειας για το θύμα, όπως είναι το σπίτι, υποστηρίζουν οι ειδικοί.

Στον εργασιακό και φιλικό χώρο, η κακοποίηση έχει να κάνει με την εξουσία. Πρόκειται για άτομα που αισθάνονται ότι μπορούν να ασκήσουν εξουσία πάνω σε άλλα άτομα λόγω της θέσης που κατέχουν.

Πώς θα βοηθήσουμε το άτομο που έχει κακοποιηθεί

Όταν ένα τέτοιο περιστατικό γίνει γνωστό, ακόμα και άτομα που έχουν τη διάθεση να βοηθήσουν πολύ συχνά κάνουν κάποια πολύ συνηθισμένα λάθη.

«Πρέπει να είμαστε δίπλα στο άτομο που έχει κακοποιηθεί, να μην κρίνουμε καθόλου αυτό που συνέβη [...], όπως στην περίπτωση της κ. Μπεκατώρου που κάποιοι ρώτησαν γιατί δεν το είπε πιο νωρίς. Ένας άνθρωπος για να αποκαλύψει την κακοποίησή του χρειάζεται πολύ μεγάλη δύναμη. Γιατί ξαναβιώνει όλη αυτή την κακοποιητική εμπειρία. Αν τον βομβαρδίσουμε με ερωτήσεις δεν δείχνουμε ενσυναίσθηση» λέει στο ΑΠΕ η ψυχολόγος Στέλλα Αργυρίου.

«Οι λανθασμένες ερωτήσεις προς ένα άτομο που έχει κακοποιηθεί είναι αυτές που έχουν να κάνουν με τις λεπτομέρειες. "Και γιατί σου συνέβη αυτό; Δεν μπόρεσες να το αποφύγεις;", "Και πώς το διαχειρίστηκες μετά; Και γιατί δεν το είπες κατευθείαν;". Δηλαδή πρόκειται για ερωτήσεις που ναι μεν έχουν λογική, αλλά έχουν τη λογική ενός ανθρώπου που δεν έχει βιώσει την κακοποίηση. Εκείνη τη στιγμή το θύμα δεν μπορεί να σκεφτεί καθαρά και πιθανότατα να μην μπορεί για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα να σκεφτεί καθαρά επειδή περνάει σοβαρό μετατραυματικό στρες», εξηγεί η κ. Αργυρίου και προσθέτει: «Αντίθετα πρέπει να ακούμε πολύ τα παιδιά μας, πρέπει να είμαστε παρόντες, αλλά να μην είμαστε οι καλύτεροι φίλοι όπως λένε μερικές φορές. Παρόντες πρέπει να είμαστε. Πρέπει να επιτρέπουμε στο παιδί μας να εκφράζει τα συναισθήματά του, πρέπει να τα σεβόμαστε για να τους μαθαίνουμε την αξιοπρέπεια και το σεβασμό. Επίσης πρέπει να μάθουμε στα αγόρια μας να σέβονται το "όχι" και στα κορίτσια μας να το λένε». Η επιστημονική κοινότητα συγκλίνει στην άποψη ότι ένα παιδί που έχει υποστεί σεξουαλική κακοποίηση πρέπει να λαμβάνει το ίδιο και το περιβάλλον του ψυχολογική υποστήριξη.

«Όταν συνάδελφος υποστεί κακοποίηση πρέπει να φροντίσουμε να τον υποστηρίξουμε πολύ όταν επιστρέψει στην εργασία. Και πρέπει να επιστρέψει στη δουλειά. Να μην νιώσει ότι έχει στερηθεί κάτι. Ένα από τα βασικά λάθη που κάνουμε είναι ότι κοιτάζουμε κάπως περίεργα. Είναι πολύ λογικό αν το σκεφτεί κανείς ανθρώπινα, αλλά θα πρέπει να λείψει από εμάς που είμαστε συνάδελφοι οποιαδήποτε αίσθηση κριτικής και να μην υπάρχουν αυτά τα βλέμματα που πολλές φορές έχουν να κάνουν με την ικανοποίηση της περιέργειάς μας. Πρέπει να νιώσει ότι τον καταλαβαίνουμε και ότι τον συμπονούμε και να πούμε σε αυτόν τον άνθρωπο ότι όλο αυτό θα μπορούσε να έχει συμβεί και σε εμάς. Αυτή είναι μία κουβέντα που θέλει το θύμα να την ακούει. Και η αλήθεια είναι ότι δεν έχει πρόσωπο η κακοποίηση», επισημαίνει η κ. Αργυρίου και προσθέτει: «Για να ενθαρρύνουμε κάποιον να μιλήσει του λέμε πόσο πολύ τον καταλαβαίνουμε, αποφεύγουμε να κρίνουμε τους χειρισμούς του, αποφεύγουμε να επαναλαμβάνουμε τις λέξεις βιασμός, τη λέξη κακοποίηση και αποφεύγουμε γενικότερα όλες αυτές τις λέξεις που μπορεί να τον φορτίσουν συναισθηματικά και του επαναλαμβάνουμε ότι είμαστε δίπλα του. Και ότι μπορεί να πάρει όσο χρόνο θέλει για να το ξεπεράσει. Το περιβάλλον δεν πρέπει ποτέ να εκφράζει αμφισβήτηση. Δηλαδή δεν πρέπει να κάνουμε ερωτήσεις όπως είσαι σίγουρος; Συνέβη αυτό; Μήπως δεν κατάλαβες καλά; Αυτές είναι λέξεις κλειδιά που κουμπώνουν πάλι το θύμα».

Η σεξουαλική παρενόχληση

Συμβαίνει κυρίως σε γυναίκες σε χώρους όπου ασκείται εξουσία. Τα όρια είναι ακόμα θολά στην Ελλάδα, η ανοχή και η άγνοια των δικαιωμάτων του θύματος σε τέτοιες περιπτώσεις βρίσκονται σε υψηλά ποσοστά. Πολύ συχνά η αμηχανία, η αβεβαιότητα και η ενοχή κυριεύουν το θύμα. Όσο για το εργασιακό περιβάλλον η αντίδραση δεν είναι πάντα η δέουσα κάτι που οφείλεται σε πολλούς παράγοντες.

«Αν δούμε να γίνεται σεξουαλική παρενόχληση μπροστά μας πρέπει να παρεμβαίνουμε. Δυστυχώς, στην Ελλάδα πιστεύουμε ότι κάτι που βλέπουμε γύρω μας δεν μας αγγίζει αλλά μας αγγίζει πάρα πολύ. Μπορεί κάποια στιγμή να χρειαστεί να το διαχειριστούμε εμείς. Πρέπει αυτός που κάνει τη σεξουαλική παρενόχληση να καταλάβει ότι αυτό που κάνει δεν είναι σωστό, πρέπει το θύμα να αισθανθεί άνετα και βολικά να του πούμε ότι δεν φταίει καθόλου και να δείξουμε στον άλλο ότι αυτό που κάνει είναι ανεπίτρεπτο και ότι δεν θα επιτρέψουμε να συμβεί σε κανέναν άλλο. Είναι πολύ σημαντικό σε αυτές τις περιπτώσεις να γινόμαστε όλοι μια ομάδα» υπογραμμίζει η κ. Αργυρίου.

Τα επόμενα βήματα της πολιτείας για την προστασία των θυμάτων

Με στόχο την προστασία όλων των προσώπων στον χώρο της εργασίας, ανεξαρτήτως εργασιακού καθεστώτος και την στήριξη των εργαζόμενων που έχουν πέσει θύματα σεξουαλικής βίας, το υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων αναμένεται το προσεχές διάστημα να καταθέσει προς κύρωση στη Βουλή τη Σύμβαση 190 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ILO) για την εξάλειψη της βίας και της παρενόχλησης στον κόσμο της εργασίας.

Η Σύμβαση αυτή, που αναμένεται να κυρωθεί και από την Ελλάδα καθορίζει τα πρότυπα για την παρενόχληση και τη βία που σχετίζονται με την εργασία, αποσαφηνίζει σημεία που μέχρι σήμερα αποτελούν γκρίζες ζώνες.

Στο απόσπασμα της Σύμβασης, αναφέρεται ότι τα πρότυπα καλύπτουν φαινόμενα βίας και παρενόχλησης που συμβαίνουν στον χώρο εργασίας είτε στον χώρο όπου μία εργαζόμενη ή ένας εργαζόμενος κάνει διάλειμμα για φαγητό ή ξεκουράζεται είτε στις εγκαταστάσεις υγιεινής και αποδυτηρίων. Επίσης, καλύπτουν φαινόμενα βίας και παρενόχλησης που λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια ταξιδίων που σχετίζονται με την εργασία, εκδηλώσεων ή κοινωνικών δραστηριοτήτων, καθώς και περιστατικά βίας που καταγράφονται σε χώρους διαμονής που προσφέρονται από τον εργοδότη και κατά τις μετακινήσεις προς και από την εργασία.

Πρέπει να σημειωθεί ότι για την θέσπιση σχετικής νομοθεσίας, θα γίνει ερμηνεία των διατάξεων της σύμβασης και στη συνέχεια ενσωμάτωσή τους στο ελληνικό δίκαιο

«Η Σύμβαση αναγνωρίζει τα δικαιώματα όλων σε έναν κόσμο εργασίας απαλλαγμένο από βία και παρενόχληση και καλύπτει τη βία και την παρενόχληση όχι μόνον στο χώρο εργασίας αυτόν καθ' αυτόν, αλλά και σε κάθε χώρο ή περίσταση, που σχετίζεται με την εργασία. Κανένας εργαζόμενος δεν πρέπει να εργάζεται υπό τον φόβο της βίας και της παρενόχλησης. Η κύρωση της Σύμβασης είναι ιδιαίτερα σημαντική, αν λάβουμε υπόψη μας το γεγονός ότι η βία και η παρενόχληση στην εργασία αποτελεί ένας ευρέως διαδεδομένο φαινόμενο και στη χώρα μας που πλήττει κατάφωρα την ισότητα των ευκαιριών και το δικαίωμα για αξιοπρεπή και ασφαλή εργασία και τελικά αποτελεί τροχοπέδη στην επίτευξη της ουσιαστικής ισότητας των φύλων», δήλωσε η κ. Μαρία Συρεγγέλα.

Όπως τονίζει η υφυπουργός, «τα κράτη-μέλη που θα επικυρώσουν τη Σύμβαση -ανάμεσά τους και η Ελλάδα- δεσμεύονται να υιοθετήσουν μια συνολική πολιτική για την αντιμετώπιση της βίας και της παρενόχλησης στην εργασία. Η Σύμβαση απαιτεί από τα κράτη-μέλη αυστηρό νομοθετικό πλαίσιο για την αντιμετώπιση της βίας και της παρενόχλησης στην εργασία αλλά και να λάβουν επαρκή μέτρα πρόληψης του φαινομένου. Στα πλαίσια της συνολικής πολιτικής για την αντιμετώπιση της βίας και της παρενόχλησης στην εργασία θα εξασφαλίζεται ο σχεδιασμός και εφαρμογή προληπτικών και διορθωτικών μέτρων, η στήριξη των θυμάτων, η προστασία όλων των προσώπων στον κόσμο της εργασίας, ανεξάρτητα από το καθεστώς τους, συμπεριλαμβανομένων των ασκουμένων και μαθητευομένων, των εργαζομένων των οποίων η απασχόληση έχει τερματιστεί, των εθελοντών, των αιτούντων εργασία, αλλά και των εργοδοτών, καθώς επίσης και η θέσπιση ελεγκτικών μηχανισμών και η επιβολή κυρώσεων. Με την κύρωση της Σύμβασης η ελληνική νομοθεσία θα προσαρμοστεί και θα ενισχυθεί, καλύπτοντας όλες τις απαιτήσεις της σύμβασης».

Πού μπορούν να απευθύνονται τα θύματα

Οι εργαζόμενοι που υφίστανται τώρα βία ή σεξουαλική παρενόχληση στην εργασία μπορούν να καταγγείλουν το περιστατικό στο ΣΕΠΕ (Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας) και να προσφύγουν στις αρμόδιες διοικητικές αρχές και τα δικαστήρια.

Οι γυναίκες, δε, θύματα σεξουαλικής παρενόχλησης μπορούν να απευθυνθούν στην τηλεφωνική γραμμή SOS 15900 και να μιλήσουν με ψυχολόγους και κοινωνικούς λειτουργούς. Οι ειδικοί της γραμμής, τηρώντας το απόρρητο της συμβουλευτικής, προσπαθούν να βοηθήσουν τις γυναίκες να ξεπεράσουν τα τραύματά τους και να τις ενδυναμώσουν για να πάρουν τις καλύτερες αποφάσεις για το μέλλον τους.