Ο Θοδωρής Κατσαφάδος σε μια κατάθεση ψυχής για τον εγγονό του και τον άγριο θάνατο του αδερφού του σε μικρή ηλικία

Δημοσιεύθηκε στις | Τελευταία Ενημέρωση

Ο Θοδωρής Κατσαφάδος πήγε στην Τζένη Θεωνάς και τις Μαμά-δες και μίλησε για την κόρη του Μαριλού, τον 6χρονο εγγονό του Παναγιώτη που είναι για εκείνον η χαρά της ζωής του, αλλά και για την σύζυγο του που έφυγε πρόσφατα από την ζωή με την οποία μέτρησαν 40 χρόνια μαζί.

Εξομολογήθηκε όμως κι ένα παιδικό του τραύμα, όταν παίζοντας με τον 11χρονο αδερφό του, βρήκαν μια χειροβομβίδα με αποτέλεσμα να σκοτωθεί εκείνος.


«Ο εγγονός μου είναι έξι ετών, αυτή είναι η αγάπη μου τώρα. Διαχρονική, αδιαπραγμάτευτη... Το να είσαι παππούς, δεν είναι το ίδιο με το να είσαι μπαμπάς. Εκείνο που είναι πού παράξενο και πολύ ωραίο, είναι στο σπίτι που μεγάλωσε η κόρη μου, τώρα μεγαλώνει κι ένα άλλο παιδί. Είναι υπέροχος ο εγγονός μου» είπε αρχικά.

«Δεν σκεφτόμουν καθόλου να κάνω δικά μου παιδιά ενώ προέρχομαι από μια τεράστια οικογένεια. Είμαι το νούμερο 12 σε αυτήν. Η μάνα μου έκανε έξι παιδιά πριν από τον πόλεμο και έξι παιδιά μετά από τον πόλεμο. Ηλικιακά ο πρώτος μου αδελφός θα μπορούσε να είναι πατέρας μου γιατί γένναγε από τα 17 της μέχρι τα 40 της. Δηλαδή η απόσταση των αδελφών είναι τεράστια».

«Το περίεργο είναι ότι εγώ γεννήθηκα κατά λάθος σε μια σπάνια γέννηση διδύμων διαφορετικής ημέρας. 25 Οκτωβρίου η μάνα μου ήταν στον μήνα της, οργώνανε με τα βόδια και στις 10 το βράδυ την έπιασαν οι πόνοι σε ένα σπίτι στο χωριό στη Μάνη, που δεν είχε φως. Την βοήθησε η πεθερά της και μια άλλη γιαγιά του χωριού για να γεννήσει και γεννάει ένα κοριτσάκι. Μετά όμως λέει “πονάω, πονάω, να βγάλουμε τον πλακούντα” και τη σπρώχνανε, τη σπρώχνανε για αν το βγάλει. Περνάει η ημέρα, πηγαίνει 26 Οκτωβρίου και της λέει η πεθερά της “Πιάνω κεφάλι, έχεις κι άλλο παιδί” και βγήκα εγώ».

«Μετά από κάποιο διάστημα που αρχίζει το λιομάζωμα στη Μάνη, δεν μπορούσε η μάνα να θηλάσει γιατί έπρεπε να πηγαίνει από το ξημέρωμα μέχρι τη νύχτα στα χωράφια να μαζεύει ελιές, άφησαν τα διδυμάκια να μας φροντίζουν οι αδελφές μου οι οποίες ήταν 10 και 12 χρονών. Και αντί για γάλα της μάνας, γιατί είχε πάει στα χωράφια, μας έβαζαν το γάλα της κατσίκας και δεν το έβρασαν καλά και αρρωστήσαμε τα μωρά και μετά από λίγο καιρό πέθανε το κοριτσάκι. Ούτε γιατρός ούτε τίποτα! “Ρε μάνα” της έλεγαν, “το πήρε ο Θεός” απαντούσε και τα έριχνε όλα στον Θεό. Δηλητηρίαση, κάτι πάθαμε από το άβραστο γάλα και πάει το κοριτσάκι έξι μηνών».

«Στα παιδικά μου χρόνια βίωσα πάρα πολύ την απώλεια σε μια ηλικία ευαίσθητη που δεν μπορεί ένα παιδί να την διαχειριστεί. Ο αδερφός μου πέθανε επίσης με έναν τρόπο πολύ άγριο, σοκαριστικό και σε μια ηλικία πάρα πολύ ευαίσθητη. Ήμουν εννέα χρονών και εκείνος ήταν 11 που δεν μπορούσε το μυαλό μου να το διαχειριστεί, ούτε τώρα δεν μπορώ, πως συνέβη κάτι τέτοιο. Βρήκα μια χειροβομβίδα εγώ σε έναν πύργο στη Μάνη».

«Δεν λέω ότι φταίω, όμως το μοιραίο ήταν ότι τη βρήκα εγώ, δεν ήξερα τι είναι και κανείς δεν ήξερε από τους δυο μας. Μετά εξερράγη και είναι μια εικόνα που θα την κουβαλάω σε όλη μου τη ζωή. Ενώ έχουν περάσει 60 χρόνια, για μένα είναι σαν χθες».