Έρευνα: Οι 6 επιπλοκές που αυξάνουν τον κίνδυνο για καρδιαγγειακή νόσο στην εγκυμοσύνη

Δημοσιεύθηκε στις | Τελευταία Ενημέρωση

Η εγκυμοσύνη είναι μια από τις πιο όμορφες περιόδους της ζωής μια γυναίκας. Αλλά χρειάζεται προσοχή. Έξι επιπλοκές που σχετίζονται με την εγκυμοσύνη - υπέρταση, διαβήτης κύησης, πρόωρος τοκετός, γέννηση λιποβαρούς μωρού, απώλεια εμβρύου (θνησιγένεια) και αποκόλληση του πλακούντα- μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο μιας γυναίκας να εμφανίσει καρδιαγγειακή νόσο αργότερα στη ζωή της, σύμφωνα με μια νέα επιστημονική δήλωση από την American Heart Association.

Η υγιεινή διατροφή, ο καλός ύπνος και ο θηλασμός λειτουργούν ως ασπίδα προστασίας σε μια γυναίκα που κυοφορεί.


Περίπου το 10% έως 15% των κυήσεων εμφανίζουν επιπλοκές για τη μητέρα ή για το έμβρυο. Οι κατοπινές καρδιαγγειακές επιπτώσεις περιλαμβάνουν το έμφραγμα και το εγκεφαλικό, αρκετά μετά την εγκυμοσύνη, όπως ανέφερε η πρόεδρος της επιτροπής που εξέδωσε τη νέα ανακοίνωση, η αναπληρώτρια καθηγήτρια ιατρικής Νίσα Πάρικχ του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Σαν Φρανσίσκο.

Αναλυτικότερα, η υψηλή αρτηριακή πίεση άνω των 140/90 mmHg στην εγκυμοσύνη (υπέρταση κύησης) αυξάνει κατά 67% τον κίνδυνο κατοπινής καρδιαγγειακής νόσου και κατά 83% ενός εγκεφαλικού. Η προεκλαμψία -υπέρταση στην εγκυμοσύνη σε συνδυασμό με βλάβες στο ήπαρ, στα νεφρά ή άλλα ζωτικά όργανα- αυξάνει κατά 2,7 φορές τον κίνδυνο κατοπινής καρδιαγγειακής νόσου.

Ο διαβήτης κύησης αυξάνει κατά 68% τον καρδιαγγειακό κίνδυνο και κατά δέκα φορές την πιθανότητα εμφάνισης κανονικού διαβήτη τύπου 2 μετά την εγκυμοσύνη. Ο πρόωρος τοκετός πριν την 37η εβδομάδα της κύησης διπλασιάζει τον καρδιαγγειακό κίνδυνο της γυναίκας, ενώ το ίδιο συμβαίνει με τη θνησιγένεια (θάνατος του μωρού πριν τον τοκετό). Επίσης, όπως μεταδίδει το ΑΠΕ, η απορρόφηση του πλακούντα (διαχωρισμός του πλακούντα από τη μήτρα πριν τη γέννα) αυξάνει κατά 82% τον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου.

Η υγιεινή διατροφή μειώνει τον κίνδυνο των επιπλοκών την κύησης, καθώς επίσης ο καλός ύπνος. Ο θηλασμός του μωρού φαίνεται να μειώνει τον κατοπινό καρδιαγγειακό και μεταβολικό κίνδυνο μιας γυναίκας.