ΣτΕ: Το παιδί μπορεί να πάρει και το επώνυμο της μητέρας όταν ο πατέρας το εγκαταλείψει

Δημοσιεύθηκε στις | Τελευταία Ενημέρωση

Όταν ο πατέρας εγκαταλείψει την οικογένεια και διακόψει κάθε επαφή με τα παιδιά του, τότε αυτά μπορούν όταν ενηλικιωθούν, να προσθέσουν δίπλα στο πατρικό τους επώνυμο και το επώνυμο της μητέρας τους, ως έκφραση αισθημάτων ευγνωμοσύνης προς αυτήν που τα ανέθρεψε.

Αυτό αποφάνθηκε το Συμβούλιο της Επικρατείας και, όπως αναφέρει στην απόφαση, τόσο οι δήμοι όσο και οι νομαρχίες (αποκεντρωμένη διοίκηση) είναι υποχρεωμένοι στις περιπτώσεις αυτές να κάνουν δεκτό το αίτημα αλλαγής επωνύμου και μία πιθανή άρνησή τους είναι παράνομη.


Ο πατέρας της γυναίκας που προσέφυγε στη Δικαιοσύνη είχε εγκαταλείψει την οικογενειακή στέγη όταν εκείνη ήταν ακόμη σε νηπιακή ηλικία. Εριξε πίσω του μαύρη πέτρα, αδιαφορώντας παντελώς για το πώς θα ζήσουν η γυναίκα του και η μικρή του κόρη, χωρίς να έχει την ελάχιστη συνεισφορά στο μεγάλωμα του παιδιού του. Ετσι, η κόρη του μόλις ενηλικιώθηκε, τον Σεπτέμβριο του 2017, υπέβαλε αίτηση στον δήμο όπου ήταν εγγεγραμμένη και ζήτησε την αλλαγή του πατρικού της επωνύμου, με την προσθήκη δίπλα σε αυτό του επωνύμου της μητέρας της. Για την αλλαγή αυτή επικαλέστηκε ψυχολογικούς λόγους.

Ειδικότερα, σύμφωνα με το protothema.gr, επικαλέστηκε αφενός «την απουσία οποιασδήποτε προσωπικής και συναισθηματικής επαφής με τον πατέρα της από την ηλικία ήδη των 4 ετών» και αφετέρου το γεγονός ότι ήθελε με την αλλαγή του επωνύμου της να εκφράσει «αισθήματα ευγνωμοσύνης προς τη μητέρα της που την ανέθρεψε και την επιθυμία της να χρησιμοποιήσει και το επώνυμο της μητέρας της στην επαγγελματική της ζωή».

Το αίτημα αλλαγής επωνύμου απορρίφθηκε από μεγάλο δήμο της Αττικής στον οποίο υπήρχε η οικογενειακή μερίδα, με την αιτιολογία ότι δεν συντρέχουν «συγκεκριμένοι και σοβαροί λόγοι, ικανοί να δικαιολογούν τη μεταβολή του επωνύμου». Παράλληλα, ο δήμος υποστήριξε ότι δεν είναι επιτρεπτή βάσει της διοικητικής διαδικασίας η επιδίωξη ανατροπής του επωνύμου, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του Αστικού Κώδικα, καθόσον το ζήτημα της αλλαγής του επωνύμου αφορά «την ταυτοποίηση του προσώπου, την ασφάλεια των συναλλαγών, ενώ δημιουργεί έννομες συνέπειες και ενδιαφέρει τη δημόσια τάξη».

Προσφυγή

Μετά την απόρριψη του αιτήματός της, η νέα γυναίκα κατέθεσε στον γενικό γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής προσφυγή κατά της απόφασης του δημάρχου ο οποίος είχε απορρίψει το αίτημά της. Επικαλέστηκε εκ νέου τους ίδιους λόγους περί εγκατάλειψης από τον πατέρα της, ανυπαρξίας συναισθηματικής επαφής με εκείνον, αισθήματα ευγνωμοσύνης προς τη μητέρα της κ.λπ.

Η προσφυγή της απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη με το αιτιολογικό ότι δεν υπεβλήθη μέσα στο χρονικό πλαίσιο (προθεσμία) που προβλέπει το άρθρο 227 του νόμου 3852/2010 (πρόγραμμα «Καλλικράτης»), από την ημέρα δημοσίευσης της απόφασης του δημάρχου. Κατόπιν αυτών προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, στρεφόμενη κατά τόσο του δήμου όσο και του γενικού γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής.

Οι σύμβουλοι Επικρατείας του Δ’ Τμήματος του ΣτΕ (πρόεδρος η αντιπρόεδρος Σπυριδούλα Χρυσικοπούλου και εισηγήτρια η πάρεδρος Μαρία Μπάκαβου) έκαναν δεκτή την αίτησή της και ακύρωσαν τις προσβαλλόμενες αποφάσεις του δήμου και του γενικού γραμματέα. Παράλληλα, ανέπεμψαν την υπόθεση στον δήμο «προκειμένου να προβεί σε νέα νόμιμη κρίση» επί του αιτήματος αλλαγής του επωνύμου.

Το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι «οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα δεν είναι να αποκλείουν τη μεταβολή του επωνύμου του τέκνου με την προβλεπόμενη διαδικασία του νόμου 2573/1993, ακόμη και αν η μεταβολή αυτή συνίσταται στην αντικατάσταση του αρχικού επωνύμου με το επώνυμο του άλλου γονέα, εφόσον συντρέχουν σοβαροί λόγοι που δικαιολογούν τη μεταβολή».

Περαιτέρω, συνεχίζει το ΣτΕ, «οι ψυχολογικοί λόγοι τους οποίους επικαλέστηκε η αιτούσα για τη μεταβολή του επωνύμου της, στηριζόμενοι, μεταξύ άλλων, στην πλήρη ανυπαρξία προσωπικής και συναισθηματικής επαφής με τον πατέρα της, η οποία οφειλόταν σε εγκατάλειψη της οικογενειακής στέγης και στη μη επίδειξη ενδιαφέροντος εκ μέρους του τελευταίου για την ανάπτυξη σχέσεων με την κόρη του και για τα αισθήματα ευγνωμοσύνης προς τη μητέρα της που την ανέθρεψε συνιστούν, καταρχήν, λόγους ικανούς να δικαιολογήσουν τη ζητηθείσα μεταβολή, λαμβανομένου υπόψη ότι οι διατάξεις του άρθρου μόνου του Νομοθετικού Διατάγματος 2573/1993 δεν προβλέπουν συγκεκριμένους λόγους που να δικαιολογούν την εν λόγω μεταβολή».

«Επομένως», καταλήγει το ΣτΕ, «μη νομίμως αρνήθηκε (ρητώς ή σιωπηρώς) ο δήμαρχος και ο γενικός γραμματέας Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής να προβούν στην αλλαγή επωνύμου, εκκινώντας από την εσφαλμένη αντίληψη ότι οι κρίσιμες διατάξεις του Αστικού Κώδικα (άρθρο 1505) αποκλείουν τη μεταβολή του επωνύμου του τέκνου, ακόμη και αν η μεταβολή αυτή συνίσταται στην προσθήκη του επωνύμου του άλλου γονέα στο επώνυμο του τέκνου».

Σημειώνουν στη συνέχεια οι σύμβουλοι Επικρατείας ότι μη νόμιμα οι δύο ΟΤΑ δέχθηκαν ότι «οι λόγοι που επικαλέστηκε η αιτούσα δεν συνιστούν σοβαρούς λόγους που να δικαιολογούν τη μεταβολή επωνύμου διότι δεν εµπίπτουν στις κατηγορίες των λόγων που κατά τη διοίκηση πρέπει να συντρέχουν ώστε να επέλθει η μεταβολή επωνύμου». Συνεπώς, καταλήγουν ότι «η απόρριψη του αιτήματος για την αλλαγή του επωνύμου δεν αιτιολογείται νομίμως».