"Γιατί αναγκαστήκαμε να κλείσουμε τα δημοτικά σχολεία"

Δημοσιεύθηκε στις

Ανερμήνευτη ήταν για πολλούς η απόφαση να κλείσουν και τα δημοτικά σχολεία, καθώς η πλειοψηφία των ερευνών δείχνει ότι τα παιδιά και δη αυτής της ηλικίας δεν κινδυνεύουν να νοσήσουν σοβαρά από τον κορονοϊό, και τον μεταδίδουν πολύ λιγότερο στις στενές επαφές τους.

από τη Μαργαρίτα Αργυροπούλου


Η καθηγήτρια παιδιατρικής λοιμωξιολογίας της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ και μέλος της επιτροπής εμπειρογνωμόνων, Βάνα Παπαευαγγέλου, χαρακτήρισε "μονόδρομο" αυτή την κίνηση και εξήγησε τους λόγους.

«Τα επιδημιολογικά δεδομένα στη χώρα μας άλλαξαν πολύ και με ένα τόσο βαρύ επιδημιολογικό φορτίο, το κλείσιμο των σχολείων ήταν μονόδρομος» γιατί, όπως είπε, «το κύριο πρόβλημα που δημιουργούν τα ανοιχτά σχολεία είναι η κινητικότητα του πληθυσμού που συνδέεται με τη λειτουργία των σχολείων».

«Αυτή δεν περιλαμβάνει τη μεταφορά μόνο των μαθητών από και προς το σχολείο» εξήγησε η κ. Παπαευαγγέλου «αλλά και την μεταφορά των εκπαιδευτικών με τα μέσα μαζικής μεταφοράς, τις υπηρεσίες που υποστηρίζουν τη λειτουργία του σχολείου, την τροφοδοσία, την καθαριότητα, και βέβαια την κινητικότητα των γονέων που εργάζονται και δεν παραμένουν στο σπίτι. Έτσι, ενώ είναι σαφές από τη βιβλιογραφία ότι το σχολικό περιβάλλον δεν αποτελεί επιβαρυντικό παράγοντα για την πανδημία και τα στοιχεία και από τη χώρα μας δείχνουν ακριβώς το ίδιο συμπέρασμα, τα δημοτικά αποφασίστηκε να κλείσουν με στόχο τη δραστική μείωση της κινητικότητας του πληθυσμού και τη μείωση του επιδημιολογικού φορτίου γιατί η αλήθεια είναι ότι όσο τα σχολεία είναι κλειστά υπάρχει εκ των πραγμάτων πολύ μεγάλη μείωση της κινητικότητας του πληθυσμού» εξήγησε η επιδημιολόγος.

Η ίδια χαρακτήρισε την τηλεκπαίδευση ιδιαίτερη πρόκληση για τα παιδιά και τους γονείς τους. Σημείωσε όμως ότι η παραμονή τους στο σπίτι ίσως μία ευκαιρία για ουσιαστικό και ποιοτικό χρόνο με τα παιδιά.

Τα παιδιά κάτω των 14 ετών μεταδίδουν πολύ λιγότερο στις στενές επαφές τους

Επιπροσθέτως εξήγησε γιατί καθυστέρησε να κλείσει η πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Τα δημοτικά σχολεία «παρέμεναν ανοιχτά μέχρι σήμερα γιατί είναι καλά τεκμηριωμένο ότι τα μικρά παιδιά, ιδιαίτερα αυτά που είναι μικρότερα των 10 ετών, μεταδίδουν στο περιβάλλον πολύ λιγότερο από ότι οι έφηβοι και οι ενήλικες» τον ιό, είπε η κ. Παπαευαγγέλου.

«Η ενδοοικογενειακή μετάδοση είναι χαμηλή, ιδιαίτερα όταν το πρώτο κρούσμα μέσα στο σπίτι είναι παιδί κάτω των 9 ετών» επεσήμανε η κ. Παπαευγγέλου προσθέτοντας ότι «αυτό είναι γνωστό τόσο στη διεθνή βιβλιογραφία, όσο και από μελέτες που έγιναν εδώ στη χώρα μας». Όπως εξήγησε η λοιμωξιολόγος «μια μεγάλη μελέτη που δημοσιεύτηκε τον Σεπτέμβριο και συνέθεσε τα βιβλιογραφικά δεδομένα από πολλές μελέτες και περιέλαβε δεδομένα από περισσότερες από 300 χιλιάδες άτομα, έδειξε ότι τα παιδιά κάτω των 14 ετών μεταδίδουν πολύ λιγότερο στις στενές επαφές τους σε σχέση με τους μεγαλύτερους εφήβους και τους ενήλικες» επεσήμανε η κ. Παπαευαγγέλου.

«Τα ίδια έδειξε και μια ακόμα μελέτη από την Αυστραλία όπου εκεί έγινε μια πολύ σχολαστική ιχνηλάτηση μέσα σε σχολικές μονάδες και φάνηκε ότι η πιθανότητα να μεταδώσει ένα παιδί σε ένα συμμαθητή του ή σε έναν ενήλικα του σχολικού περιβάλλοντος είναι εξαιρετικά χαμηλή, 1 στις 4.000» υπογράμμισε η λοιμωξιολόγος.

«Δεν είναι γνωστό για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό» εξήγησε η κ. Παπαευαγγέλου και πρόσθεσε ότι «πιθανά σχετίζεται με το γεγονός ότι τα παιδιά περνάνε τη λοίμωξη ασυμπτωματικά».