Ουρολοίμωξη και παιδί: συμπτώματα, διάγνωση και θεραπεία

Δημοσιεύθηκε στις | Τελευταία Ενημέρωση

Η ουρολοίμωξη είναι μια λοίμωξη της ουροδόχου κύστης ή των νεφρών. Η πυελονεφρίτιδα είναι μια λοίμωξη των νεφρών. Σε γενικές γραμμές, τα βρέφη και τα νήπια με πυρετό και ουρολοίμωξη, θεωρείται ότι έχουν πυελονεφρίτιδα. Οι ουρολοιμώξεις είναι συνήθεις στην παιδική ηλικία. Μέχρι και το 10% των παιδιών εμφανίζουν ουρολοίμωξη μέχρι την είσοδο στην εφηβεία.

Με εξαίρεση το πρώτο βρεφικό στάδιο, οι ουρολοιμώξεις είναι συνηθέστερες στα κορίτσια. Επιπλέον, περίπου 5% των παιδιών ηλικίας 2 μηνών-2 ετών που εμφανίζουν πυρετό χωρίς άλλα συμπτώματα λοίμωξης, έχουν ουρολοίμωξη. Οι ουρολοιμώξεις οφείλονται σε διάφορα βακτήρια. Το συνηθέστερο είναι το Escherichia coli.


Αυτό το βακτήριο ζει στο έντερο και εισέρχεται στην ουρήθρα από την πάνα. Επίσης, μπορεί να μολύνει τα νεφρά μέσω του αίματος. Η ουρήθρα των κοριτσιών είναι μικρότερη από αυτή των αγοριών. Αυτός ίσως είναι ένας από τους λόγους που εξηγούν γιατί οι ουρολοιμώξεις είναι συνηθέστερες στα κορίτσια. Σε γενικές γραμμές, δεν συντρέχουν λόγοι υγιεινής, αν και τα κορίτσια πρέπει να διδάσκονται να σκουπίζονται και να πλένονται από εμπρός προς τα πίσω.

Πώς εκδηλώνονται οι ουρολοιμώξεις;

Τόσο στα βρέφη όσο και στα νήπια, τα συμπτώματα της ουρολοίμωξης είναι ποικίλα. Το παιδί μπορεί να εμφανίζει συχνουρία ή νυχτερινή ενούρηση. Τα μεγαλύτερα παιδιά μπορεί να αναφέρουν πόνο κατά την ούρηση ή πόνο στην οσφυοϊερή περιοχή. Μερικά παιδιά μπορεί να κλαίνε κατά την ούρηση ή να αποβάλλουν δύσοσμα ούρα. Αυτά τα συμπτώματα δεν συνοδεύονται πάντα από πυρετό. Το παιδί μπορεί να κάνει εμετούς και να είναι πιο ευερέθιστο και ανήσυχο απ’ ό,τι συνήθως. Μερικές φορές μπορεί να έχει κοιλιακό άλγος ή διάρροια.

Πώς διαγιγνώσκεται η ουρολοίμωξη;

Με εξέταση ούρων. Το δείγμα μπορεί να αναλυθεί επιτόπου, με ένα ειδικό ραβδί που εμβαπτίζεται στα ούρα, ανιχνεύοντας την παρουσία λευκοκυττάρων, ερυθρών αιμοσφαιρίων και νιτρικών αλάτων (προϊόν βακτηρίων). Αυτή η εξέταση είναι το πρώτο στάδιο στη διάγνωση της ουρολοίμωξης. Έπειτα, το δείγμα αποστέλλεται σε ένα εργαστήριο, όπου τοποθετείται σε επωαστήρα, προκειμένου να επιβεβαιωθεί η παρουσία βακτηρίων.

Η καλλιέργεια ούρων θα τεκμηριώσει την παρουσία ή την απουσία βακτηρίων. Συνήθως, τα αποτελέσματα βγαίνουν σε 1-2 ημέρες. Ο τρόπος δειγματοληψίας είναι ιδιαίτερα σημαντικός για τη διάγνωση. Για να ληφθεί δείγμα ούρων από τα βρέφη, τοποθετείται καθετήρας στην ουροδόχο κύστη μέσω της ουρήθρας. Μια άλλη μέθοδος είναι η εισαγωγή βελόνας στην ουροδόχο κύστη μέσω του κάτω τμήματος της κοιλιακής χώρας. Αυτή η διεργασία καλείται υπερηβική παρακέντηση.

Ποιες εξετάσεις γίνονται μετά τη διάγνωση της ουρολοίμωξης;

Τα παιδιά κάτω των 5 ετών που έχουν ουρολοίμωξη, ενδέχεται να πρέπει να υποβληθούν σε περαιτέρω εξετάσεις. Στόχος τους είναι να εντοπιστούν τα παιδιά που κινδυνεύουν περισσότερο να εμφανίσουν συχνότερα λοιμώξεις των νεφρών ή ουλώδη ιστό στα νεφρά, γεγονός που θα μπορούσε να προκαλέσει βλάβες στα νεφρά και χρόνιες παθήσεις.

Το υπερηχογράφημα συνήθως γίνεται για να εξεταστεί η ουροφόρος οδός που περιλαμβάνει τα νεφρά, τους ουρητήρες και την ουροδόχο κύστη. Ο κύριος λόγος διεξαγωγής αυτής της εξέτασης είναι για να βεβαιωθούμε ότι το ουροποιητικό σύστημα λειτουργεί φυσιολογικά και ότι σχηματίστηκε κανονικά κατά την κυοφορία. Επίσης, αυτή η εξέταση αποκαλύπτει την παρουσία αποφρακτικών καταστάσεων, καθώς και τυχόν μολύνσεις.

Μια άλλη εξέταση, η οποία καλείται εκκριτική κυστεοουρηθρογραφία, συνήθως γίνεται μετά την πρώτη ουρολοίμωξη, προκειμένου να ανιχνευτεί τυχόν κυστεοουρητηρική παλινδρόμηση. Η εξέταση γίνεται με την τοποθέτηση ενός καθετήρα στην ουρήθρα και την εισαγωγή χρωστικής ουσίας. Έπειτα, πραγματοποιείται ακτινολογική εξέταση, ώστε να αξιολογηθεί η κυκλοφορία της χρωστικής ουσίας.

Η σπινθηρογραφική στατική απεικόνιση λειτουργικού νεφρικού φλοιού (DMSA) είναι μια εξέταση της πυρηνικής ιατρικής, που ανιχνεύει περιοχές πρόσφατης μόλυνσης στα νεφρά (πυελονεφρίτιδα). Μήνες μετά τη μόλυνση, η εξέταση DMSA μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον εντοπισμό ουλώδους ιστού ως συνέπεια της μόλυνσης.

Πώς αντιμετωπίζονται οι ουρολοιμώξεις;

Με αντιβιοτικά. Αν ένα παιδί είναι πολύ άρρωστο ή δεν μπορεί να καταναλώσει υγρά από το στόμα, θα πρέπει να λάβει αντιβιοτικά ενδοφλεβίως και να προσκομιστεί στο νοσοκομείο. Ωστόσο, τα περισσότερα παιδιά μπορούν να λάβουν αντιβιοτικά από το στόμα. Συνήθως, τα παιδιά αισθάνονται καλύτερα ύστερα από 2 ημέρες αντιβιοτικής θεραπείας.

Σε γενικές γραμμές, η επανάληψη της καλλιέργειας ούρων είναι περιττή αν το παιδί έχει εμφανίσει την αναμενόμενη βελτίωση μετά τη λήψη των αντιβιοτικών. Τα παιδιά που κινδυνεύουν από υποτροπιάζουσα ουρολοίμωξη, μπορούν να λαμβάνουν μειωμένη δόση αντιβιοτικών σε καθημερινή βάση, ώστε να προληφθούν μελλοντικές μολύνσεις. Πρόκειται για τη λεγόμενη «αντιβιοτική προφύλαξη» και ενδείκνυται για παιδιά με κυστεοουρητηρική παλινδρόμηση, τα οποία πρέπει να υποβάλλονται επανειλημμένα σε εξετάσεις, προκειμένου να αξιολογείται η κατάστασή τους.

Συνήθως, αυτά τα παιδιά πρέπει να κάνουν εξετάσεις κάθε χρόνο. Πολλοί γιατροί συνιστούν χρήση της κοινής λογικής για την πρόληψη των ουρολοιμώξεων. Αυτό σημαίνει: τήρηση των κανόνων υγιεινής (τα κορίτσια πρέπει να σκουπίζονται από μπροστά προς τα πίσω μετά την ούρηση), αντιμετώπιση της δυσκοιλιότητας και αποφυγή των αφρόλουτρων.

Τα παιδιά που κινδυνεύουν από υποτροπιάζουσες λοιμώξεις ή έχουν υποτροπιάζουσες λοιμώξεις ή ουλώδη ιστό στα νεφρά από προηγούμενη λοίμωξη, πρέπει να εξετάζονται για την ανίχνευση ουρολοίμωξης όταν ανεβάζουν πυρετό.

tags:


tags: