Μητρότητα με το ζόρι; Όχι, ευχαριστώ!
Δημοσιεύθηκε στις | Τελευταία Ενημέρωση
Η φράση του βουλευτή της ΝΔ Δημήτρη Κυριαζίδη προς την πρόεδρο της Πλεύσης Ελευθερίας, Ζωή Κωνσταντοπούλου, «κάνε ή υιοθέτησε ένα παιδί», δεν είναι απλώς άστοχη—είναι βαθιά προβληματική και αποκαλυπτική μιας παρωχημένης νοοτροπίας που εξακολουθεί να βαραίνει τις γυναίκες στη δημόσια ζωή. Πετάει ο καθένας μια κουβέντα, χωρίς να γνωρίζει αν το εκάστοτε άτομο θέλει ή μπορεί να κάνει παιδί, λες και η μητρότητα είναι υποχρέωση ή προϋπόθεση για να έχεις λόγο στα κοινά.
Το λυπηρό, όμως, είναι ότι αρκετοί συμφωνούν με τη δήλωση του βουλευτή μάλιστα, προσπαθούν να υπερασπιστούν τη θέση του, αναζητώντας ψεγάδια στην Κωνσταντοπούλου, λες και το πραγματικό θέμα είναι να βρουν «λάθη» σε μια πολιτική προσωπικότητα, αντί να αναγνωρίσουν τη σοβαρότητα του σεξιστικού υπονοούμενου.
Ευτυχώς, τα αντανακλαστικά του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, λειτούργησαν άμεσα και προχώρησε στη διαγραφή του, αποδεικνύοντας την αποφασιστικότητά του να μην επιτρέψει τέτοιες αντιλήψεις στην πολιτική σκηνή.
Πρώτα απ’ όλα, η υπόθεση ότι η τεκνοποίηση ή η υιοθεσία είναι μονόδρομος για τη «συναισθηματική ολοκλήρωση» μιας γυναίκας είναι επικίνδυνα αναχρονιστική. Δεν είναι όλες οι γυναίκες υποχρεωμένες να γίνουν μητέρες, ούτε αυτό καθορίζει την αξία τους—ούτε ως άνθρωποι, ούτε ως επαγγελματίες, ούτε ως πολιτικές προσωπικότητες. Το αν μια γυναίκα επιλέγει να κάνει ή να υιοθετήσει παιδί είναι δική της υπόθεση, όχι αντικείμενο δημόσιου σχολιασμού.
Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι τέτοιου είδους σχόλια δεν ακούγονται ποτέ προς άντρες πολιτικούς. Κανείς δεν λέει σε έναν άντρα βουλευτή «γίνε πατέρας για να δεις τη ζωή αλλιώς», γιατί πολύ απλά η κοινωνία δεν θεωρεί την πατρότητα κριτήριο για την αρτιότητα της σκέψης του. Γιατί, λοιπόν, να ισχύει κάτι διαφορετικό για τις γυναίκες;
Επιπλέον, ένα τέτοιο σχόλιο αγνοεί βάναυσα μια σκληρή πραγματικότητα: υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν, αλλά δεν μπορούν να κάνουν παιδιά. Υπάρχουν γυναίκες που έχουν δώσει ατελείωτες μάχες με τη γονιμότητά τους, με δύσκολες θεραπείες ή αποτυχημένες προσπάθειες, και άλλες που δεν μπορούν να υιοθετήσουν λόγω της πολύπλοκης γραφειοκρατίας. Να ακούει, λοιπόν, μια γυναίκα μια τόσο επιπόλαιη και προσβλητική ατάκα, χωρίς καμία ευαισθησία για τέτοια ζητήματα, δεν είναι απλά αγένεια—είναι προσβολή.
Το πραγματικό ερώτημα είναι: πότε θα σταματήσει η κοινωνία να κρίνει τις γυναίκες με βάση το αν είναι μητέρες ή όχι; Και πότε θα αρχίσουν οι πολιτικοί να αξιολογούνται για τις ιδέες και τις πράξεις τους, αντί για τις προσωπικές τους επιλογές; Οι γυναίκες, είτε είναι μητέρες είτε όχι, δεν χρειάζονται τέτοιου είδους «υποδείξεις». Χρειάζονται σεβασμό και ισότιμη αντιμετώπιση. Και αυτό είναι κάτι που η πολιτική σκηνή –και η κοινωνία γενικότερα– οφείλει να καταλάβει επιτέλους.