Υπογονιμότητα! Πότε πρέπει να ανησυχήσετε και τί μπορείτε να κάνετε;

Δημοσιεύθηκε στις | Τελευταία Ενημέρωση

Θεωρούμε ότι ένα ζευγάρι εμφανίζει υπογονιμότητα όταν δεν έχει επιτευχθεί σύλληψη μετά από 12 μήνες ελεύθερων και τακτικών σεξουαλικών επαφών. Το ζευγάρι πρέπει, μετά την συμπλήρωση των 12 αυτών μηνών, να απευθυνθεί στον γυναικολόγο του.

Σε περίπτωση που στο ιστορικό του ζευγαριού υπάρχουν παράγοντες κινδύνου για εμφάνιση παθολογικών οντοτήτων που οδηγούν σε υπογονιμότητα  (π.χ επεισόδια σαλπιγγίτιδων, ανωμαλίες εμμήνου ρύσεως, ιστορικό κιρσοκήλης ή παρωτίτιδας), ή όταν η ηλικία της γυναίκας είναι μεγαλύτερη των 35 ετών (καθώς γνωρίζουμε ότι μετά τα 35 έτη αρχίζει μία προϊούσα έκπτωση της ωοθηκικής λειτουργίας), είναι σκόπιμο το ζευγάρι να απευθυνθεί νωρίτερα στον  γυναικολόγο του.


Iδιαίτερα σημαντική είναι η αναλυτική ενημέρωση του ζευγαριού κατά την πρώτη συνάντηση με το γυναικολόγο. Πολλές φορές διαπιστώνουμε ελλειπή πληροφόρηση ή και πλήρη άγνοια γύρω από την αναπαραγωγική λειτουργία. Χρειάζεται ενδελεχής ενημέρωση σχετικά με το ποιές είναι οι γόνιμες ημέρες, με ποια συχνότητα πρέπει να γίνονται οι σεξουαλικές επαφές και ποικιλλία άλλων πληροφοριών.

Η υπογονιμότητα θεωρείται πρόβλημα του ζεύγους. Μ΄εξαίρεση δηλαδή λίγες περιπτώσεις όπου ο ένας από τους δύο συντρόφους εμφανίζει ένα απόλυτο αίτιο υπογονιμότητας (π.χ αζωοσπερμία ή φραγμένες σάλπιγγες), συνήθως το πρόβλημα είναι αποτέλεσμα του συνδυασμού της ήπιας δυσλειτουργίας των γεννητικών συστημάτων των δύο συντρόφων. Γι αυτό το ζεύγος αντιμετωπίζεται σαν μια ενιαία οντότητα. Αυτό βοηθά και από ψυχολογικής απόψεως, καθώς δημιουργεί μια συναισθηματική ισορροπία στο ζευγάρι , τονώνοντας την συντροφικότητα και την από κοινού αντιμετώπιση του προβλήματος. Η ανάληψη της ευθύνης για την υπογονιμότητα από το ένα μέλος του ζευγαριού, μπορεί να διαταράξει τη μεταξύ τους σχέση, καθώς η διαδικασία της αναπαραγωγής είναι άρρηκτα δεμένη με τη συναισθηματική σχέση και τη σεξουαλική ζωή του ζευγαριού.

Ο εξειδικευμένος στην αντιμετώπιση της υπογονιμότητας γυναικολόγος, θα πρέπει αρχικά να εντοπίσει το αίτιο της υπογονιμότητας.

Τα συχνότερα αίτια είναι:

  • η ωοθηκική δυσλειτουργία,
  • η διαταραγμένη βατότητα των σαλπίγγων ή η διαταραγμένη μορφολογία της κοιλότητας της μήτρας,
  • η κακή ποιότητα του σπέρματος.

Πολλές φορές συνυπάρχουν περισσότερα του ενός αίτια, ενώ υπάρχουν και πολλές περιπτώσεις που δεν εντοπίζεται  κανένα αίτιο υπογονιμότητας, οπότε έχουμε την υπογονιμότητα αγνώστου αιτιολογίας. Η συχνότητα αυτής αφορά το 10 – 20% των υπογόνιμων ζευγαριών.

Η βασική διερεύνηση του υπογόνιμου ζευγαριού πρέπει να αφορά κάθε πιθανό αίτιο.

  • Η ωοθηκική λειτουργία θα διερευνηθεί υπερηχογραφικά, καθώς και με μια σειρά ορμονικών προσδιορισμών.
  • Η βατότητα των σαλπίγγων καθώς και η ανατομική ακεραιότητα της μήτρας θα διερευνηθεί με υστεροσαλπιγγογραφία ή με συνδυασμό υστεροσκόπησης και λαπαροσκόπησης.
  • Από την πλευρά του ανδρικού παράγοντα, θα χρειαστεί ένα σπερμοδιάγραμμα.

Αναλόγως των ευρημάτων μπορεί να χρειασθούν επιπλέον πιο εξειδικευμένες διαγνωστικές μέθοδοι. Σημαντικότατη είναι η λεπτομερής λήψη του ιστορικού του ζευγαριού και η προσεχτική ανάλυση όλων των πληροφοριών.

Διαβάστε περισσότερα στο http://www.pharmacytop.gr/gr/el/articles/ypogonimotita